απόταξη — η αποβολή αξιωματικού από το στράτευμα για κάποιο βαρύ παράπτωμα: Αποφασίστηκε η απόταξη όλων των αξιωματικών που πήραν ενεργό μέρος στο τελευταίο πραξικόπημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απόταξη — η (AM ἀπόταξις) [αποτάσσω] νεοελλ. η οριστική αποβολή ενός αξιωματικού από το στράτευμα εξαιτίας βαρέος παραπτώματος αρχ. μσν. εκκλ. η αποταγή* αρχ. ταξινόμηση των φορολογουμένων … Dictionary of Greek
εξορκισμός — Πρακτική εξαγνισμού για την εξουδετέρωση των μιασμάτων (που στις διάφορες θρησκείες συνδέονται με την έννοια της ακαθαρσίας) και των κακοποιών επιδράσεων πνευμάτων, νεκρών, μάγων κλπ. Ο ε. ήταν πολύ διαδεδομένος κατά την αρχαιότητα και… … Dictionary of Greek
Koine Greek — Koine redirects here. For other uses, see Koine (disambiguation). History of the Greek language (see also: Greek alphabet) … Wikipedia
Койне — О лингвистическом термине, обозначающем язык, использующийся при общении между носителями разных диалектов см. Койне (лингвистика). Койне (греч. Κοινὴ Ἑλληνική «общий греческий»[1], или ἡ κοινὴ διάλεκτος, «общий диалект») распространённая форма… … Википедия
Койнэ — О лингвистическом термине, обозначающем язык, использующийся при общении между носителями разных диалектов см. Койне (лингвистика). Койне (греч. Κοινὴ Ἑλληνική «общий греческий»[1], или ἡ κοινὴ διάλεκτος, «общий диалект») распространённая форма… … Википедия
αποτάσσω — κ. τάζω κ. ποτάζω, τάσσω (AM ἀποτάσσω, Α κ. τάττω, Μ κ. ποτάσσω) 1. αποχωρίζω 2. ( ομαι) απαρνούμαι, αποκηρύσσω («ἀπετάξω τῷ Σατανᾷ; ἀπεταξάμην») μσν. νεοελλ. αποκτώ νεοελλ. (για αξιωματικό) τιμωρώ με απόταξη αρχ. μσν. εξουσιάζω αρχ. Ι. 1. αποσπώ … Dictionary of Greek
απότακτος — (AM ἀπότακτος, ον) [αποτάσσω] νεοελλ. (για αξιωματικό ή μόνιμο υπαξιωματικό) αυτός που έχει τιμωρηθεί με απόταξη αρχ. μσν. ορισμένος, καθορισμένος II αρχ. 1. τοποθετημένος παράμερα, φυλαγμένος για ορισμένη χρήση 2. απομονωμένος για τιμωρία … Dictionary of Greek
απότακτος — ο αξιωματικός που τέθηκε σ απόταξη (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)